- δεισιδαιμονία
- ηφόβος για δαίμονες και υπερφυσικά όντα που προκαλούν κακό στον άνθρωπο: Στις αρχαίες φυλές υπήρχαν πολλές δεισιδαιμονίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δεισιδαιμονία — δεισιδαιμονίᾱ , δεισιδαιμονία fear of the gods fem nom/voc/acc dual δεισιδαιμονίᾱ , δεισιδαιμονία fear of the gods fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεισιδαιμονίᾳ — δεισιδαιμονίαι , δεισιδαιμονία fear of the gods fem nom/voc pl δεισιδαιμονίᾱͅ , δεισιδαιμονία fear of the gods fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεισιδαιμονία — Ο φόβος προς τους δαίμονες (θεούς), η θεοσέβεια· ο φόβος για τις υπερφυσικές δυνάμεις· ο φόβος για τα πονηρά δαιμόνια. Η ύπαρξη δ. είναι συνυφασμένη κυρίως με τις πρώτες φάσεις της ιστορικής διαδρομής του ανθρώπου. Ανάγεται στη συναίσθηση της… … Dictionary of Greek
δεισιδαιμονίας — δεισιδαιμονίᾱς , δεισιδαιμονία fear of the gods fem acc pl δεισιδαιμονίᾱς , δεισιδαιμονία fear of the gods fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεισιδαιμονίαι — δεισιδαιμονία fear of the gods fem nom/voc pl δεισιδαιμονίᾱͅ , δεισιδαιμονία fear of the gods fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεισιδαιμονίαν — δεισιδαιμονίᾱν , δεισιδαιμονία fear of the gods fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεισιδαιμονιῶν — δεισιδαιμονία fear of the gods fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεισιδαιμονίαις — δεισιδαιμονία fear of the gods fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεισιδαιμονίην — δεισιδαιμονία fear of the gods fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
БОГОПОЧИТАНИЕ — термин, значение к рого исчерпывается кругом смыслов, выражаемых терминами благоговение, благочестие и богослужение. Появляется в России в нач. XVIII в. (Кантемир Д. Книга систима, или Состояние мухаммеданския религии / Пер. с лат. Ильинского.… … Православная энциклопедия